στήσιμο

στήσιμο
το
1. ανόρθωση.
2. ίδρυση: Το στήσιμο του σπιτιού έγινε σε μια εβδομάδα.
3. συναρμολόγηση: Χρειάστηκε ειδικούς τεχνίτες για το στήσιμο της μηχανής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στήσιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στήνω, η τοποθέτηση ενός πράγματος σε κατακόρυφη, σε όρθια θέση 2. ίδρυση, θεμελίωση 3. προπαρασκευή, ετοιμασία, διοργάνωση («στήσιμο παράστασης») 4. (σχετικά με μηχανή) συναρμολόγηση 5. φροντισμένη στάση …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Σαμογέτες — Πληθυσμός, άλλοτε πολυάριθμος, που ανήκει στον ουραλοαλταϊκό κορμό και ασχολείται με τη νομαδική κτηνοτροφία ταράνδων. Σήμερα οι Σ. ζουν στην αυτόνομη επαρχία Νόιετς (Νόιετς είναι το εθνικό όνομά τους) και στη λεκάνη του κάτω ρου του Ομπ. Οι… …   Dictionary of Greek

  • επανίδρυση — η [επανιδρύω] η εκ νέου ίδρυση, ανασύσταση, νέο στήσιμο («επανίδρυση σωματείου, μνημείου, ανδριάντα» κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • θεμελίωμα — και θεμέλιωμα, το [θεμελιώνω] 1. το αποτέλεσμα τού θεμελιώνω, η θεμελίωση 2. μτφ. ίδρυση, στήσιμο …   Dictionary of Greek

  • θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …   Dictionary of Greek

  • κάμπινγκ — (αγγλ. camping). Είδος τουρισμού κατά το οποίο η εγκατάσταση γίνεται σε σκηνές, τροχόσπιτα και άλλα κινητά καταλύματα για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο όρος χρησιμοποιείται διεθνώς, τόσο για τον τρόπο όσο και για τον χώρο διαμονής. Η… …   Dictionary of Greek

  • λινοστασία — λινοστασία, ἡ (Α) [λινοστατώ] το στήσιμο τών κυνηγετικών διχτιών, το κυνήγι με δίχτια …   Dictionary of Greek

  • λοχισμός — λοχισμός, ὁ (Α) [λοχίζω] στήσιμο ενέδρας, καρτέρι, παγίδα …   Dictionary of Greek

  • μοντάρισμα — το 1. η συναρμολόγηση τών τμημάτων και εξαρτημάτων μιας μηχανής, κν. στήσιμο 2. (γενικά) συναρμολόγηση κάθε είδους πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοντάρω κατά τα ουδ. σε ισμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”